σπηλαιώδη

σπηλαιώδη
σπηλαιώδης
cavern-like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
σπηλαιώδης
cavern-like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
σπηλαιώδης
cavern-like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Ανθρωπολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1886 από τον Κλων Στέφανο, τον πρώτο ερευνητή που ασχολήθηκε με την ανθρωπολογική σύνθεση των αρχαίων πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. O Ιωάννης Κούμαρης, διευθυντής του μουσείου από το 1915 έως το 1950 και πρώτος καθηγητής της… …   Dictionary of Greek

  • τελεόστεοι — Υφομοταξία ψαριών, που ονομάζονται έτσι επειδή ο σκελετός τους είναι λιγότερο ή περισσότερο οστεοποιημένος. Στη σύγχρονη ταξινόμηση οι τ. περιλαμβάνονται στην ομοταξία των οστεϊχθύων, επειδή ολόκληρη η ομάδα των ψαριών αυτών χαρακτηρίστηκε ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”